Η φυσική εξωτερική εμφάνιση δεν είναι μία αμελητέα πτυχή του ανθρώπινου βιώματος. Οι εκφάνσεις και επιδράσεις της φυσικής εξωτερικής εμφάνισης στο ανθρώπινο βίωμα είναι ποικιλότροπες, καθώς τα ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν συνεχώς ότι η φυσική εξωτερική εμφάνιση συμμετέχει, διαμορφώνει και τροποποιεί την κοινωνική, διαπροσωπική, ψυχολογική και συναισθηματική εξέλιξη του ατόμου. Η θεωρητική έννοια που έχει κατασκευαστεί προκειμένου να επιτρέπει την μελέτη και έρευνα της σχετικής με την εμφάνιση εμπειρίας, είναι η λεγόμενη Εικόνα Σώματος.
Στο σημείο αυτό, είναι καλό να διευκρινιστεί πως με τον όρο “σώμα” στην έννοια της “Εικόνας Σώματος”, δεν εννοείται μόνο ο σωματότυπος κάποιου, αλλά η γενικότερη φυσική εξωτερική του εμφάνιση και ό,τι αυτή περιλαμβάνει (π.χ. δέρμα, μαλλιά, χρώμα ματιών κ.τ.λ.), καθώς και τα εσωτερικά στοιχεία που λαμβάνει από το σώμα του (π.χ. πόνος, πείνα, ικανοποίηση κ.τ.λ.). Ο όρος “σώμα” λοιπόν -για την έννοια της Εικόνας Σώματος-, αναφέρεται σε ό,τι σχετίζεται με την φυσική εξωτερική εμφάνιση καθώς και με τις εσωτερικές ή εξωτερικές εμπειρίες που αποκομίζει το άτομο από την ενσώματη ύπαρξή του.
Η έννοια της Εικόνας Σώματος, είναι μία περίπλοκη θεωρητική κατασκευή, πολυδιάστατη και διεπιστημονική. Ο λόγος που έχει καταστεί φαινόμενο μελέτης από τις απαρχές του προηγούμενου αιώνα, συνίσταται στον κομβικό ρόλο που διαδραματίζει η Εικόνα Σώματος για το ατομικό βίωμα. Ο ρόλος αυτός, οφείλεται στην σπουδαιότητα των αλληλεπιδράσεών της Εικόνας Σώματος με όλες τις πτυχές του ανθρώπινου βιώματος εξαιτίας της σύνδεσης που εμφανίζει με την γενικότερη έννοια του Εαυτού. Ενδεικτικά, ο Carl Jung στην διάλεξή του στο Tavistock το 1935, όρισε το «Εγώ» ή αλλιώς τη συνειδητή πτυχή του Εαυτού, ως «ένα περίπλοκο στοιχείο το οποίο συνίσταται πρωταρχικά από μία γενικότερη επίγνωση του σώματος, της ύπαρξης και δευτερεύοντος από τα μνημονικά δεδομένα» (Jung, 1982, σελ.10), προτάσσοντας κατά αυτόν τον τρόπο τον Σωματικό Εαυτό ως θεμελιακό στοιχείο του Εαυτού. Η διάσταση του σχετικού με την εμφάνιση Εαυτού λοιπόν, είναι κομβική για την κατανόηση του ευρύτερου Εαυτού, καθώς όπως έθιξε και ο Fisher (1990),«η ανεξάντλητη λίστα των συμπεριφορών που έχει αποδειχθεί ότι συνδέονται με μετρήσεις στον τομέα της εμπειρίας του σώματος, επισημαίνει την πανταχού παρούσα επίδραση των στάσεων απέναντι στο σώμα» και «η ανθρώπινη ταυτότητα δεν μπορεί να είναι χωρισμένη από την σωματική έδρα της στον κόσμο» (όπως αναφέρεται στο Pruzinsky και Cash, 2002, σελ. 6-7.).
Ωστόσο, η Εικόνα Σώματος, είναι μία θεωρητική κατασκευή η οποία δεν χαίρει ομοφωνίας ως προς τον ορισμό της (Pruzinsky & Cash, 2002) καθώς, εξαρτάται από την θεωρητική οπτική από την οποία την προσεγγίζει ο εκάστοτε μελετητής (π.χ. ψυχαναλυτική, γνωστική κ.α.), καθώς και την μεθοδολογική οπτική από την οποία την ερευνά (π.χ. φαινομενολογική, νευροεπιστημονική, κ.α.) (π.χ. δες De Preester & Knockaert, 2005-b). Έτσι, Εικόνα Σώματος (π.χ. Λεονταρή, 2010), Εικόνες Σώματος (π.χ. Pruzinsky & Cash, 2002) ή Σωματικός Εαυτός (π.χ. Krueger, 2002) είναι κάποιες από τις ορολογίες που απαντώνται στην θεωρητική και ερευνητική βιβλιογραφία[1]. Εν συντομία ωστόσο, θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι η Εικόνα Σώματος αναφέρεται στην «πολυεπίπεδη ψυχολογική εμπειρία ενσώματης ύπαρξης, που επηρεάζει θεμελιωδώς την ποιότητα ζωής του/της φορέα της» (Cash & Pruzinsky, 2002, σελ. XV).
Παρά την ποικιλομορφία ως προς τον ορισμό της Εικόνας Σώματος, φαίνεται πως υπάρχουν κάποιες κοινές παραδοχές μεταξύ των προσεγγίσεων ως προς κάποια χαρακτηριστικά της έννοιας (δες Cash & Pruzinsky, 2002. Daniels, Gillens, & Markey, 2018. Grogan, 2008. Sukhanova & Thomashoff, 2015). Συγκεκριμένα, φαίνεται να υπάρχει συμφωνία ότι πρόκειται για μία εν δυνάμει μεταβαλλόμενη, πολυδιάστατη και πολυπαραγοντική έννοια, της οποίας η επίδραση δεν είναι απαραίτητα αντιληπτή συνειδητά (π.χ. De Preester & Knockaert, 2005-b. Krueger, 2002. Pruzinsky & Cash, 2002. Williamson, Stewart, White, & Yorke–Crowe, 2002).
Το γεγονός λοιπόν, ότι η επίδραση της Εικόνας Σώματος δεν είναι απαραίτητα αντιληπτή από το άτομο, επιφέρει ενδεχομένως και την μεγαλύτερη πρόκληση για το άτομο στο να αναγνωρίσει τις επιδράσεις της για το βίωμά του.
Συγκεκριμένα, η Εικόνα Σώματος είναι πολλάκις ερευνητικά αποδεδειγμένο, ότι σχετίζεται με την ευρύτερη έννοια του εαυτού ή αλλιώς την προσωπική αίσθηση ταυτότητας (π.χ. Atkins, 1998. Cash, 2012. Sukhanova & Thomashoff, 2015. κ.α.) Η Εικόνα Σώματος δηλαδή, συνδέεται και συσχετίζεται με την ευρύτερη «εικόνα» που φέρει το άτομο για τον εαυτό του (π.χ. Krueger, 2002. Williamson et al., 2002). Ένας τρόπος για να καταστεί η σύνδεση αυτή πιο σαφής, είναι μέσω της θεωρητικής έννοιας της “Αυτο-αντίληψης”[2]. Η Αυτο-αντίληψη σαν θεωρητική έννοια, αναφέρεται σε γνωστικές διεργασίες. Συγκεκριμένα, η Εικόνα Σώματος υπό μία γνωστική οπτική, αντιπροσωπεύει τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις ή αντιλήψεις και στάσεις που έχει σχηματίσει το άτομο ως προς την εμφάνισή του. Τον τρόπο δηλαδή, που το ίδιο το άτομο “αντιλαμβάνεται” τα βιώματα και εμπειρίες από την σωματική πτυχή του εαυτού του.
Ωστόσο, αυτό δεν υποννοεί και την συνειδητή αναγνώριση τών πεποιθήσεων ή αντιλήψεων και στάσεων που έχει σχηματίσει το άτομο απέναντι στην Εικόνα Σώματός του. Απλώς υποδεικνύει ότι, βάσει της “ιστορίας” του ατόμου, έχει διαμορφωθεί η “Αυτο-αντίληψη” του Σωματικού Εαυτού, που περιλαμβάνει το σύνολο των σχετικών με την εμφάνιση πεποιθήσεων ή αντιλήψεων και στάσεων. Κατά τον ίδιο εμπειρικό τρόπο, έχει διαμορφωθεί και η Αυτό-αντίληψη του Εαυτού. Ο τρόπος δηλαδή, με τον οποίο το άτομο ορίζει και αναγνωρίζει τις όποιες πτυχές της ατομικής του υπόστασης, όπως το ποιος είναι, τις δυνατότητές του, τις προσδοκίες του, την αυτό-εκτίμησή του, την αυτό-αξιολόγησή του κ.α. (Λεονταρή, 1996). Υπό αυτή την θεωρητική οπτική λοιπόν, οι αντιλήψεις/πεποιθήσεις που φέρει κάποιος σχετικά με την εξωτερική του εμφάνιση, είναι συνδεδεμένες με τις αντιλήψεις/πεποιθήσεις, που φέρει σχετικά με τον Εαυτό του και τοιουτρόπως, με τις εμπειρίες του γενικότερα (Λεονταρή, 1996). Η σύνδεση αυτή συνεπάγεται ότι, ο τρόπος που το άτομο βιώνει και αντιλαμβάνεται την σωματική διάσταση του εαυτού του, επηρεάζει όχι μόνο πτυχές που σχετίζονται με την εξωτερική του εμφάνιση, όπως οι διαταραχές πρόσληψης τροφής (π.χ. Hrabosky et al., 2009), αλλά και πτυχές οι οποίες φαινομενικά είναι ασύνδετες με την εξωτερική εμφάνιση, όπως είναι η ακαδημαϊκή επίδοση (π.χ. Fredrickson, Roberts, Noll, Quinn, & Twenge, 1998) ή η έναρξη καπνίσματος (π.χ. Grogan, Hartley, Conner, Fry, & Gough, 2010).
Παρότι λοιπόν, οι διεργασίες των πεποιθήσεων, αντιλήψεων και στάσεων δεν γίνονται απαραιτήτως αντιληπτές από το άτομο, το πιθανότερο ωστόσο είναι, ότι το αποτέλεσμα της διεργασίας θα γίνει αντιληπτό ως αληθές (π.χ. Cash, 2002. Williamson et al., 2002). Δηλαδή, ο ενδεχόμενος τρόπος που η “Εικόνα Σώματος” θα κατευθύνει την προσοχή και επεξεργασία, των σχετικών με την εμφάνιση πληροφοριών, δεν είναι απαραίτητα στον συνειδητό έλεγχο του ατόμου με τη συγκεκριμένη Εικόνα Σώματος, αλλά το πιθανότερο είναι ότι το άτομο θα αποδεχθεί το αποτέλεσμα της γνωστικής διεργασίας, όπως σκέψη, συναίσθημα, ή συμπεριφορά, ως αντικειμενικό ή λογικό, και όχι ως κάτι μεροληπτικά επαγόμενο (π.χ. Όταν σκέφτομαι “δεν μου αρέσει το τάδε μου”, θεωρώ ότι η σκέψη μου βασίζεται σε “αντικειμενικά” δεδομένα – π.χ. αυτό που βλέπω στον καθρέφτη- και όχι, πως και αυτό ακόμη που βλέπω στον καθρέφτη, επηρεάζεται από το πώς οι εμπειρίες μου διαμόρφωσαν τις σχετικές με την Εικόνα Σώματος γνωστικές διεργασίες μου).
Η Εικόνα Σώματος λοιπόν, ως παράγωγο μίας γνωστικά μεροληπτικής επεξεργασίας δεν σχετίζεται απαραίτητα με την αντικειμενική φυσική εμφάνιση του ατόμου, όσο με την αυτό-αντίληψη του ατόμου σχετικά με την εμφάνισή του (π.χ. δες Kleck & Strenta, 1980). Είναι οι Εικόνες Σώματος, ως συνιστώσες των ατομικών πεποιθήσεων περί εμφάνισης, που έχουν προεξέχοντα ρόλο στην ερμηνεία των σχετικών με την εμφάνιση πληροφοριών.
Δεδομένου του ατόμου και των εμπειριών του, διαφοροποιείται η Εικόνα Σώματος όχι μόνο ως προς τα συμπεράσματα και πεποιθήσεις, αλλά και ως προς τον βαθμό της κεντρικότητας που διαδραματίζει η εμφάνιση για τις εμπειρίες εκάστοτε φορέα. Φαίνεται ότι η έμφαση που αποδίδει το άτομο στην εξωτερική του εμφάνιση, ως κριτήριο της προσωπικής του αξίας, είναι αποτέλεσμα γνωστικής επεξεργασίας εφόσον είναι ανεξάρτητη από την αντικειμενική φυσική του εμφάνιση (π.χ. Cash, Melnyk, & Hrabosky, 2004) και από ό,τι φαίνεται, η μεγαλύτερη έμφαση στην εμφάνιση ως κριτήριο της γενικότερης αυτό-αξιολόγησης, επηρεάζει δυσμενώς την αυτό-αντίληψη του Εαυτού, την ψυχοκοινωνική λειτουργία και το ενδεχόμενο υιοθέτησης παθολογικών συμπεριφορών σχετικές με την πρόσληψη τροφής (π.χ. Hrabosky, Masheb, White, & Grilo, 2007). Αντίστοιχα ερευνητικά δεδομένα, υποδεικνύουν την συσχέτιση της Εικόνας Σώματος με την ευρύτερη έννοια του Εαυτού (π.χ. Winter, Malighetti, Cipolletta, Ahmed, Benson, & Röhricht, 2018) ή την συσχέτιση πτυχών όπως η αυτοπεποίθηση για την εμφάνιση, με την γενικότερη αυτοπεποίθηση (π.χ. Wichstrøm & von Soest, 2016). Δηλαδή, τα «συναισθηματικά φορτισμένα συμπεράσματα» ή «πεποιθήσεις» περί εμφάνισης, συνδέονται με τις αντιλήψεις σχετικά με την έννοια του Εαυτού (Grogan, 2008).
Πώς όμως διαμορφώνεται η Εικόνα Σώματος;
Ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο, που έχει αποδειχθεί χρήσιμο για την σφαιρικότερη ερευνητική προσέγγιση και κατανόηση της έννοιας της Εικόνας Σώματος, είναι το λεγόμενο Βιοψυχοκοινωνικό (Cash & Smolak, 2011. Pruzisky & Cash, 2002. Wertheim & Paxton, 2012). Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, για τον σχηματισμό και την ανάπτυξη της Εικόνας Σώματος, οι βιολογικοί παράγοντες, αλληλοεπιδρούν με τις επιρροές από τους κοινωνικούς παράγοντες και τα ατομικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά[3].
Βιολογικοί παράγοντες είναι στοιχεία όπως το φύλο, η ηλικία, η αναπηρία, ο φαινότυπος[4] κ.α. Το φύλο και η ηλικία, φαίνεται πώς μπορεί να έχουν επίδραση στην Εικόνα Σώματος, όχι μόνο ως προς τον βαθμό της δυσαρέσκειας ή ικανοποίησης που βιώνει το άτομο από την εξωτερική του εμφάνιση, αλλά και ως προς την σπουδαιότητα και έμφαση που αποδίδεται σε αυτήν, για την συνολική αυτό-αξιολόγηση του ατόμου (π.χ. Roy & Payette, 2012). Ωστόσο, την επιρρέπεια του φύλου ή της ηλικίας, δύναται να διαφοροποιήσει ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ατόμου, ο οποίος μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τη σχετική με το φύλο έμφαση που αποδίδεται στην εξωτερική εμφάνιση (π.χ. Blashill, 2010. Krakauer & Rose, 2002)[5].
Οι κοινωνικοί παράγοντες που συμμετέχουν και αλληλοεπιδρούν στην διαμόρφωση της Εικόνας Σώματος, είναι στοιχεία όπως οι πολιτισμικές και κοινωνικές νόρμες σχετικά με τα πρότυπα/ιδανικά φυσικής εμφάνισης που αναμένονται δεδομένης της ηλικίας, φύλου ή λοιπών παραγόντων, από τους/τις μέτοχους έκαστου πολιτισμικού πλαισίου (π.χ. Hale & Smith, 2012. Kosmidou, Giannitsopoulou, & Moysidou, 2017. Kowner, 2004. Osborn, 2012). Τα σχετικά με την φυσική εμφάνιση στοιχεία από το κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο που φαίνεται να επηρεάζουν την Εικόνα Σώματος, είναι εκείνα που καθορίζουν και υποδεικνύουν τα κοινωνικώς επιθυμητά πρότυπα εμφάνισης, με τα οποία το άτομο επιχειρεί να ταιριάξει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Τα κοινωνικά αυτά πρότυπα, αλληλοεπιδρούν με το άτομο άμεσα ή έμμεσα, καθώς τείνουν να μεταλαμπαδεύονται μέσω των γονιών, συνομηλίκων, μέσων μαζικής προβολής εικόνων ή ακόμη και των επαγγελματιών στα διάφορα κοινωνικά πλαίσια (δες Grogan, 2008. Sentilles & Callahan, 2012. Smolak, 2002).
Τέλος, αλλά εξίσου σημαντικοί είναι οι ατομικοί παράγοντες, οι οποίοι περιλαμβάνουν ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά όπως είναι ο τρόπος σκέψης ή κάποια στοιχεία προσωπικότητας. Για παράδειγμα, ατομικοί παράγοντες που δύναται να επάγουν μεγαλύτερη έγνοια ή δυσαρέσκεια με την Εικόνα Σώματος μπορεί να είναι ψυχολογικά χαρακτηριστικά όπως η αγχώδης προδιάθεση ή η τελειομανία (Dionne & Davis, 2012), τα οποία συνεργούν στην επενέργεια των βιολογικών παραγόντων. Επιπλέον, ατομικοί παράγοντες μπορεί να είναι στοιχεία όπως οι τάσεις εσωτερίκευσης κοινωνικών προτύπων εμφάνισης, ή οι τάσεις σύγκρισης της εμφάνισης με εξιδανικευμένα πρότυπα (δες Wertheim & Paxton, 2012). Ακόμη και ατομικά χαρακτηριστικά όπως οι επικοινωνιακές επιλογές δείχνουν να επηρεάζουν την Εικόνα Σώματος όπως για παράδειγμα, ο βαθμός που ένα άτομο επιλέγει να εμπλέκεται σε συζητήσεις περί εμφάνισης, ο οποίος βαθμός, μπορεί να υποβαθμίσει την Εικόνα Σώματος ή να την ενισχύσει (δες Martz, Curtin, Bazzini, 2012). Αντίθετα, ατομικές ποιότητες όπως η αυτό-συμπόνοια, η αποδοχή του εαυτού, η διαλλακτικότητα στο διαφορετικό ή η ενσυνειδητότητα, μπορούν να προάγουν ή να ενισχύσουν μία θετικότερη Εικόνα Σώματος (Tylka, 2018), αμβλύνοντας τοιουτρόπως την επίδραση των λοιπών παραγόντων.
Υπό την οπτική της βιοψυχοκοινωνικής προσέγγισης λοιπόν, προκύπτει πώς τα βιολογικα και ατομικά χαρακτηριστικά του ατόμου σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που αποκομεί από το κοινωνικό πλαίσιο, ευρύτερο και άμεσο, θα επιδράσουν στην Εικόνα Σώματος που θα διαμορφώσει.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, προκύπτει το ερώτημα, στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες, πώς επηρεάζεται η διαμόρφωση της Εικόνας Σώματος και ποιες επιπτώσεις θα έχει αυτό στην γενικότερη αντίληψη του Εαυτού ή την αντίληψη της Προσωπικής Ταυτότητας για το άτομο. Την τελευταία εικοσαετία έχει εισαχθεί στην μέχρι τώρα κοινωνική μας πραγματικότητα μία νέα συνθήκη. Βρισκόμαστε στην απαρχή -αν λάβει κανείς υπόψη πόσα χρόνια “υπήρχαμε” χωρίς την άμεση, καθημερινή διαδικτυακή διασύνδεση- μίας διαδικτυακής διασυνδεσιμότητας της οποίας ειδικά οι εφαρμογές όπως τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, προάγουν κατά κύριο λόγο την εξωτερική εμφάνιση ως προεξέχον χαρακτηριστικό των ατόμων. Η ερευνητική βιβλιογραφία σχετικά με την μελέτη της επίδρασης των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης στην Εικόνα Σώματος και σε προέκταση στην ατομική αίσθηση του Εαυτού θα καλυφθεί ωστόσο, σε ξεχωριστό άρθρο.
Η παρούσα ερευνητική και θεωρητική παρουσίαση, είχε στόχο να αναδείξει πώς και γιατί η Εικόνα Σώματος εξετάζεται και γίνεται στόχος παρέμβασης όχι μόνο όταν το διακύβευμα σχετίζεται με διαταραχές πρόσληψεις τροφής, αλλά και υπό την οπτική της αναδειξης των παραμέτρων που δύναται να επηρεάζουν την ατομική αντίληψη του Εαυτού, με σκοπό μία πιο συνειδητή και αυθεντική διαβίωση. Με το να αναδειχθούν σε ένα συνειδητό αντιληπτικό επίπεδο οι επιδράσεις των πρότερων εμπειριών του ατόμου πάνω στην Εικόνα Σώματος, το άτομο δύναται να επαναπροσδιορίσει, αλλάξει ή και τροποποιήσει τις επιδράσεις των εμπειριών αυτών. Τέλος, αλλά ίσως το σπουδαιότερο, με την κατάληλη παρέμβαση, είναι εφικτή η ενδυνάμωση των προστατευτικών για την Εικόνα Σώματος ατομικών χαρακτηριστικών. Κατά αυτόν τον τρόπο, το άτομο καλλιεργεί την θωράκισή του απέναντι στις αρνητικές επιδράσεις του κοινωνικού του πλαισίου αλλά και απέναντι στις δικές του μεροληπτικές στάσεις και πεποιθήσεις σχετικά με την εξωτερική του εμφάνιση.
*Τα αποσπάσματα από την άνωθεν ερευνητική ανασκόπηση προέρχονται από επισήμως δημοσιευμένη εργασία. Αν χρησιμοποιήσετε μέρος της χωρίς την αντίστοιχη βιβλιογραφική αναφορά, τίθεται ζήτημα λογοκλοπής.
Αν επιθυμείτε να κάνετε βιβλιογραφική αναφορά ή να μάθετε περισσότερα για την βιβλιογραφία που αναφέρεται στο παρόν άρθρο επισκεφθείτε το https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2904233?fbclid=IwAR1vGlfx6KazBkIUp8dooLRZjjDnhOp0r7j3eCT9OLv9PIJGk7K7nDnuK2c#contents
[1]Οι ορολογίες είναι πολύ περισσότερες όπως «αξιολόγηση εμφάνισης», «επένδυση στην εμφάνιση», «ικανοποίηση με σώμα», «δυσαρέσκεια με σώμα» «σχήμα σώματος» «σωματική δυσφορία», «σωματική διαστρέβλωση» κ.α.. δες σχετικά Pruzisky και Cash, (2002) σελ.7.
[2]Για την ψυχοδυναμική οπτική της σύνδεση της Εικόνας Σώματος και της έννοιας του Εαυτού, δες Krueger (2002)
[3]Π.χ. δες σχετικά Wertheim και Paxton (2012), σελ. 189.
[4]Με τον όρο φαινότυπος υποδηλώνεται ό,τι έχει να κάνει με την έκφραση του γονιδιώματος εμφανισιακά, π.χ. ύψος, βάρος, σωματότυπος, χρώμα δέρματος, μαλλιών, ματιών κ.τ.λ.. Δες σχετικά Bulik και Baker (2012).
[5]Για τις γυναίκες, φαίνεται πώς ο σεξουαλικός προσανατολισμός μάλλον δεν διαφοροποιεί τα ποσοστά ικανοποίησης ή δυσαρέσκειάς από την εξωτερική τους εμφάνιση (π.χ. Koff, Lucas, Migliorini, & Grossmith, 2010. Myers, Taub, Morris, & Rothblum, 1998) αν και η θέση αυτή δεν στηρίζεται απόλυτα. Για τις λεσβίες, το ερευνητικό τοπίο είναι πιο συγκεχυμένο από ό,τι για τους ομοφυλόφιλους άντρες, υποδεικνύοντας σε κάποιες περιπτώσεις, ότι οι λεσβίες βιώνουν μικρότερη δυσαρέσκεια από το σώμα από ό,τι οι ετεροφιλόφυλες γυναίκες π.χ. Alvy (2013). Αντιθέτως, οι ομοφυλόφιλοι και αμφίφυλοι άντρες (18-35χρ) φαίνεται πώς εμφανίζουν μεγαλύτερη δυσαρέσκεια από την Εικόνα Σώματος από ό,τι οι ετεροφιλόφυλοι (Cis) άντρες (Gigi et al., 2016) και η δυσαρέσκεια από το σώμα βρέθηκε στατιστικώς ικανή να προβλέψει τα επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας (κατάθλιψη, διαταραχές πρόσληψης τροφής, έγνοια αρνητικής ετερο-αξιολόγησης ) στους ενήλικες ομοφυλόφιλους (Μ.Ο. 31,07, Τ.Α. 12,66 χρόνια) (Blashill, 2010). Παράλληλα οι ομοφυλόφιλοι άντρες, εμφανίζονται ερευνητικά πιο επιρρεπής στις εικόνες προβολής ιδανικών εμφάνισης, και τα προβαλλόμενα αυτά πρότυπα φαίνεται πώς για τους ομοφυλόφιλους και αμφίφυλους άντρες διαμεσολαβούν στη σχέση μεταξύ δυσαρέσκειας με το σώμα και την έναρξη διαταραχών πρόσληψης τροφής (π.χ. Carper et al., 2010. Gigi et al.,2016). Καθώς η παρούσα έρευνα δεν στοχεύει στην ανάδειξη της διαφοροποίησης της επίδρασης του βιολογικού φύλου στην Εικόνα Σώματος δεδομένης της σεξουαλικής προτίμησης, εν προκειμένω δεν δύναται μία πλήρης παρουσίαση των ερευνητικών δεδομένων. Δες σχετικά Atkins (1998) για μία συλλογική παρουσίαση ποιοτικών και ποσοτικών ερευνών.