Πώς επηρεάζουν οι Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την φυσική εξωτερική μας εμφάνιση;

Πώς επηρεάζουν οι Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης τον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται την φυσική εξωτερική του εμφάνιση:

Η διαδικτυακή τεχνολογία είναι ένα εργαλείο, το οποίο ως αντικείμενο, δεν επιδέχεται ηθικούς χαρακτηρισμούς. Πάραυτα, όπως κάθε εργαλείο, δεδομένης της χρήσης του, δύναται να επάγει καταστάσεις με θετικό ή αρνητικό αντίκτυπο. Βέβαια, οι κύριες προεκτάσεις του εργαλείου αυτού, τόσο σε επίπεδο πολίτη, όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο, συνεισφέρουν στον χαρακτηρισμό του ως κάτι θετικό. Όχι τυχαία, εφόσον η διαδικτυακή τεχνολογία, ειδικότερα των αρχών του 21ου αιώνα και έπειτα, είναι συνυφασμένη με την οικονομική ανάπτυξη και τις κοινωνικές αλλαγές. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μην είναι. Η διαδικτυακή τεχνολογία, ως ένα μέσο ποικίλων χρησιμοτήτων, συνάδει με τις ανάγκες του σύγχρονου τρόπου ζωής, διευκολύνοντας την αμεσότητα και την ταχύτητα, και συνεισφέρει στην παγκοσμιοποιημένη κοινότητα παρέχοντας εγγύτητα.

Πάραυτα, η πολυσχιδής αυτή τεχνολογία, ως εργαλείο καθημερινής χρησιμότητας, αναπόφευκτα τροποποιεί και μετασχηματίζει την ανθρώπινη εμπειρία. Το μέγεθος και η ένταση της αναδιάρθρωσης της ανθρώπινης εμπειρίας υπό το πρίσμα της διαδικτυακής τεχνολογίας, είναι ένα ζήτημα υπό μελέτη και παρατήρηση, καθώς ελλοχεύει αρνητικές συνέπειες. Ωστόσο, το ζητούμενο της παρούσας ερευνητικής ανασκόπησης που ακολουθεί δεν είναι ο “αφορισμός” και η “απομάκρυνση” από το εργαλείο αυτό, αλλά η ενημέρωση και επίγνωση των συνεπειών του, με σκοπό την λειτουργικότερη διαχείρισή του, ώστε να αποφευκτούν από το άτομο οι όποιες δυσμενείς επιπτώσεις για την ψυχοσύνθεση και συμπεριφορά του.

Σε προηγούμενο άρθρο επιχειρήθηκε η παρουσίαση μίας ευρύτερης εισαγωγής στον τρόπο που η φυσική εξωτερική μας εμφάνιση επηρεάζει γενικότερα την αντιλήψη του εαυτού μας καθώς και το σύνολο της εμπειρίας μας. Η θεωρητική έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ευρύτερη φυσική εξωτερική εμφάνιση είναι η λεγόμενη Εικόνα Σώματος. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθεί λοιπόν επιγραμματικά ότι η Εικόνα Σώματος είναι η έννοια που αντιπροσωπεύει το σύνολο των πεποιθήσεων, αντιλήψεων και στάσεων που φέρει το κάθε άτομο σχετικά με την ευρύτερη εξωτερική του εμφάνιση (δομή, δέρμα, μαλλιά, σώμα πρόσωπο κ.ο.κ). Το πώς σκεφτεται και αντιλαμβάνεται δηλαδή το άτομο την φυσική εξωτερική του εμφάνιση. Η αυτοαντίληψη της φυσικής εξωτερικής εμφάνισης βρίσκεται σε σύνδεση και αλληλεπίδραση με την αυτοαντίληψή της έννοιας του Εαυτού/Ατομικής Ταυτότητας. Αυτό σημαίνει ότι η αυτοαντίληψη της φυσικής εξωτερικής εμφάνισης, συμμετέχει και τροποποιεί όλες τις εκφάνσεις του ατομικού βιώματος (δες σχετικό άρθρο στη παρούσα ιστοσελίδα)

Ένας σημαντικός παράγοντας επιρρέπειας στην Εικόνα Σώματος, είναι τα πολιτισμικά πρότυπα εμφάνισης που προάγει κάθε πολιτισμικό πλαίσιο ως τα κυρίαρχα (δες Wertheim & Paxton, 2012). Δηλαδή, το κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου υφίσταται και ενεργεί το άτομο, αναμένεται να αλληλοεπιδρά με τα ατομικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του ατόμου και διαμορφώνει από κοινού με αυτά, την αντίληψη, στάσεις και πεποιθήσεις του ατόμου για την εμφάνισή του.

Το κοινωνικό πλαίσιο εκάστοτε ατόμου, αποτελείται αφενός από τους εγγύτερους και ευρύτερους φορείς πολιτισμού που συναναστρέφεται (γονείς, φίλους, δασκάλους κ.ο.κ) και αφετέρου τα πολιτισμικά εργαλεία, όπως τα μέσα προβολής εικόνων (δες Sentilles & Callahan, 2012). Τα παραδοσιακά μέσα προβολής εικόνων (ΜΠΕ εφεξής) περιλαμβάνουν μία ευρύτερη κατηγορία μέσων όπως o έντυπος τύπος (περιοδικά, διαφημίσεις), η τηλεόραση (σειρές, διαφημίσεις), οι ταινίες, τα μουσικά βίντεο και γενικότερα ό,τι χρησιμοποιεί κινούμενη ή στατική εικόνα και απευθύνεται στο ευρύ κοινό (δες Grogan, 2008). Ένα σχετικά πιο πρόσφατο πολιτισμικό εργαλείο στην ανθρώπινη καθημερινότητα αποτελεί το Διαδίκτυο και οι διάφορες εφαρμογές που καθίστανται διαθέσιμες μέσω αυτού. όπως οι Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης (ΣΚΔ εφεξής), για παράδειγμα Twitter, Facebook, Instagram, Snapchat, TikTok, Tinder, Grindr, κ.α..

Οι ΣΚΔ περιλαμβάνουν εφαρμογές που προάγουν την κοινωνική διασυνδεσιμότητα και την δυνατότητα συμμετοχής σε μία ψηφιακή κοινότητα (π.χ. Cheung, Chin, & Lee, 2011). Οι χρήστες των ΣΚΔ φαίνεται πως χρησιμοποιούν τις ΣΚΔ αφενός για την κοινωνική τους διάσταση, αφετέρου, ειδικά οι νεότεροι, ως ένα μέσο αυτό-παρουσίασης του Εαυτού (Baker, Ferszt, & Breines, 2019). Κάποιες από αυτές τις εφαρμογές, δίνουν έμφαση κυρίως στην χρήση εικόνας. Οι ΣΚΔ είναι ιδιαιτέρως διαδεδομένες μεταξύ των έφηβων και νεαρών ενηλίκων (π.χ. Marengo, Longobardi, Fabris, & Settanni, 2018. Tsitsika et al., 2014) και ενέχουν ή/και ενισχύουν τη χρήση φωτογραφιών και φαίνεται πως προάγουν μία κουλτούρα με έμφαση στην εμφάνιση (π.χ. Manago, Graham, Greenfield, & Salimkhan, 2008). Καθώς ο βαθμός της έκθεσης στα ΜΠΕ, επιδρά στον βαθμό ενεργοποίησης των σχετικών με την εμφάνιση ατομικών στάσεων, πεποιθήσεων και αυτοαντίληψης (Tiggemann, 2002), εν προκειμένω, θα παρουσιαστούν δεδομένα από τις ΣΚΔ που προάγουν την χρήση φωτογραφιών1, καθώς μεταξύ των άλλων, παρέχουν την δυνατότητα άμεσης και συνεχής διάδρασης με εικόνες σχετικές με την εμφάνιση.

Η ερευνητική βιβλιογραφία σχετικά με την επίδραση των παραδοσιακών ΜΠΕ στην Εικόνα Σώματος είναι πλούσια, και υποδεικνύει ότι οι σχετικές με την εμφάνιση προβαλλόμενες εικόνες, σε αλληλεπίδραση με τα ατομικά χαρακτηριστικά, δύναται να επηρεάσουν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τις πεποιθήσεις, στάσεις και αντιδράσεις του ατόμου σχετικά με την εμφάνισή του (δες Fawkner, 2012. Grogan, 2012. Ricciardelli, 2012. Wertheim & Paxton, 2012). Αντιθέτως, η ερευνητική βιβλιογραφία σχετικά με την επίδραση των ΣΚΔ στην Εικόνα Σώματος είναι αναδυόμενη και προέρχεται κατά κύριο λόγο από Δυτικού πολιτισμού χώρες (δες Holland & Tiggemann, 2016). Ωστόσο, παρά τις συγκριτικά λιγότερες έρευνες, σε σχετική αντιστοιχία με τα παραδοσιακά ΜΠΕ φαίνεται πως οι ΣΚΔ επηρεάζουν την Εικόνα Σώματος με επίσης αρνητικές επιπτώσεις (Holland & Tiggemann, 2016). Ερευνητικά, έχει φανεί πως τα «υψηλά οπτικά κοινωνικά δίκτυα», δηλαδή οι ΣΚΔ που παρέχουν και προάγουν εφαρμογές αποκλειστικά σχετικές με εικόνες όπως το Instagram (π.χ. Marengo et al., 2018) και οι φωτογραφικές εφαρμογές του Facebook (π.χ. Kim & Chok, 2015) είναι εκείνα που συνδράμουν στην υποβάθμιση της Εικόνας Σώματος και όχι οι ΣΚΔ γενικότερα (Casale et al., 2019. Kim & Chok, 2015. Marengo et al., 2018. Meier & Gray, 2014). Δηλαδή, οι σχετικές με την εμφάνιση εφαρμογές και δραστηριότητες των σελίδων αυτών, είναι που σχετίζονται με αρνητικές επιδράσεις στην Εικόνα Σώματος (Baker et al., 2019. Butkowski et al., 2019. Hendrickse et al., 2017. Hogue & Mills, 2019. Kim & Chock, 2015. Kleemans et al., 2018).

Πώς διαφοροποιούνται οι Σελίδες Κοινωνικής Δικτύωσης από τα παραδοσιακά ΜΠΕ;

Η συντριπτική πλειοψηφία των ερευνών σχετικά με την επίδραση των πολιτισμικά κατασκευασμένων προτύπων εμφάνισης στην Εικόνα Σώματος, εξετάζει τα παραδοσιακά ΜΠΕ υποδεικνύοντας πώς οι επιδράσεις των ΜΠΕ σχετίζονται με την εσωτερίκευση εξιδανικευμένων προτύπων εμφάνισης, την αντικειμενοποίηση του σώματος (ειδικά γυναίκες) 2, την έναρξη δυσλειτουργικών συμπεριφορών διαχείρισης του βάρους, καθώς και με καταστάσεις συναισθηματικής δυσφορίας (δες Hargreaves & Tiggemann, 2003. Tiggemann, 2002. Ricciardelli, 2012. Wertheim & Paxton, 2012). Η νέα κοινωνική συνθήκη που έχουν εισαγάγει οι ΣΚΔ στην καθημερινότητα των χρηστών, επίσης φαίνεται να επηρεάζει την αυτοαντίληψη της φυσικής εξωτερικής εμφάνισης, υποδεικνύοντας ένα παρόμοιο μοτίβο επίδρασης με τα παραδοσιακά ΜΠΕ. Ειδικά ως προς την εσωτερίκευση εξιδανικευμένων προτύπων εμφάνισης, την αντικειμενοποίηση του σώματος, την έναρξη δυσλειτουργικών συμπεριφορών διαχείρισης του βάρους και του σώματος, καθώς και με καταστάσεις συναισθηματικής δυσφορίας (Griffiths, Castle, Cunningham, Murray, Bastian, & Barlow, 2018. Griffiths, Brennan, O’Gorman, Goedel, Sheffield, Bastian, & Barlow, 2018. Haferkamp & Krämer, 2011. Holland & Tiggeman, 2016. Sherlock & Wagstaff, 2019. Yurdagül, Kircaburun, Emirtekin, Wang, & Griffiths, 2019).

Μεταξύ των ΜΠΕ και των ΣΚΔ ωστόσο, υπάρχουν κάποιες ποιοτικές διαφορές που φαίνεται να συνδράμουν στις επαγόμενες επιπτώσεις στην Εικόνα Σώματος από τη χρήση ΣΚΔ. Συγκεκριμένα:

1. Οι ΣΚΔ είναι διαδραστικές πλατφόρμες. Αυτό σημαίνει πώς οι χρήστες των εφαρμογών αυτών δεν είναι παθητικοί δέκτες των σχετικών με την εμφάνιση εικόνων3 (εφεξής απλώς εικόνες), αλλά ενεργοί διαχειριστές της δικής εικόνας τους καθώς και ενεργοί δράστες απέναντι στις εικόνες των άλλων (Fuchs, 2017). Κάθε χρήστης των ΣΚΔ, δημιουργεί το δίκτυο των «φίλων» που θα έχουν πρόσβαση στο προφίλ του/της και επιλέγει το προφίλ των ατόμων που θα «ακολουθεί» (Fuchs, 2017).

O κάθε χρήστης λοιπόν, επιλέγει ενεργά ποιον «ακολουθεί» ή «παρακολουθεί». Ωστόσο, οι πλατφόρμες αυτές είναι κατασκευασμένες με τέτοιο τρόπο ώστε να παρέχουν περιεχόμενο προσαρμοσμένο στον εκάστοτε συνδρομητή4 (Skornik, 2016). Αυτό σημαίνει ότι αν ο/η χρήστης αναζητήσει μία φορά υλικό σχετικά με τη διαχείριση βάρους, τη γυμναστική ή την γενικότερη φυσική του/της εμφάνιση, το περιεχόμενο που θα προβάλλεται ακολούθως σε αυτόν/ήν, θα είναι αντίστοιχο της προηγούμενης αναζήτησής του/της (Skornik, 2016).

Παράλληλα, υπάρχει η δυνατότητα μαρκαρίσματος (tag) των αναρτημένων εικόνων με το σύμβολο #, το λεγόμενο «hashtag». Η λειτουργία αυτή επιτρέπει την εύκολη εύρεση εικόνων με συγκεκριμένο περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι αν κάποιος/α/ο αναζητήσει την εικόνα που έχει μαρκαριστεί με μία συγκεκριμένη ετικέτα, για παράδειγμα #fitspiration, #thinspiration ή #iwokeuplikethis, θα έχει πρόσβαση σε κάθε εικόνα που έχει επισημανθεί με αυτή την ετικέτα (π.χ. δες Fardouly, Willburger, & Vartarian, 2018. Gorman, 2014. Griffiths et al., 2018-a). Αυτή η λειτουργία μπορεί εκθέσει τον/την χρήστη ΣΚΔ, σε πλήθος φωτογραφιών που απεικονίζουν εξιδανικευμένα πρότυπα (π.χ. Griffiths et al., 2018-a). Αυτό έχει προκύψει ερευνητικά να επηρεάζει περαιτέρω την αυτό-αντίληψη της εμφάνισης, καθώς η συχνότερη έκθεση σε εικόνες που τονίζουν χαρακτηριστικά της εμφάνισης, ειδικά με έναν στερεοτυπικό και εξιδανικευμένο τρόπο στις ΣΚΔ, αυξάνει την δυσαρέσκεια από το σώμα (Robinson, Prichard, Nikolaidis, Drummond, Drummond, & Tiggemann, 2017) ή το πρόσωπο (Tiggemann, Hayden, Brown, & Veldhuis, 2018), το δέρμα και τα μαλλιά (Fardouly, Diedrichs, Vartarian, & Halliwell, 2015), την έγνοια για το σώμα (Fardouly et al., 2018), τις δυσλειτουργικές συμπεριφορές διαχείρισης του σώματος και του βάρους (Griffiths et al., 2018-b) και ειδικότερα για τον πληθυσμό με διατροφικές διαταραχές, η συχνότερη έκθεση στα εξιδανικευμένα πρότυπα στις ΣΚΔ, φαίνεται πως επιβαρύνει τα συμπτώματα των διαταραχών αυτών (Griffiths et al., 2018-a).

2. Ο/η συνδρομητής των ΣΚΔ είναι ενεργός/ή κατασκευαστής της εικόνας του/της. Ειδικότερα μεταξύ των νέων (ενηλίκων και ανηλίκων), η κατασκευή του προφίλ των ΣΚΔ φαίνεται πως αποτελεί ένα εργαλείο αυτό-παρουσίασης της ταυτότητας και προσωπικότητάς τους (Baker et al., 2019. Mascheroni, Vincent, & Jimenez, 2015). Αυτό ειδικά για τις ΣΚΔ που η χρήση εικόνων είναι επιλογή ή η προεξέχουσα λειτουργία, φαίνεται πως εγείρει ανησυχίες στους συνδρομητές σχετικά με την Εικόνα Σώματος, εξαιτίας της έκθεσης της εμφάνισης που αυτή ενέχει (Tiggemann & Slater, 2013). Κατά αυτόν τον τρόπο, οι συνδρομητές των ΣΚΔ που προάγουν τη χρήση φωτογραφιών, αφενός εκτίθενται σε εικόνες με έμφαση στην εξωτερική εμφάνιση, αφετέρου εξαιτίας της χρήσης των πολιτισμικών αυτών εργαλείων αυτό-παρουσίασης, εκθέτουν τη δική τους εικόνα με έμφαση στην εμφάνιση.

Για την αυτό-έκθεση της εικόνας σε πολλές περιπτώσεις επιχειρείται συμφωνία με τα προβαλλόμενα πρότυπα ομορφιάς (Baker et al., 2019. Bell, Cassarly, & Dunbar, 2018. Mascheroni et al., 2015) και φαίνεται πως οι συνδρομητές των ΣΚΔ βιώνουν πίεση να εκτίθενται στις ΣΚΔ ως φυσικά ελκυστικοί (Manago et al., 2008. Nadkarni & Hoffman, 2012. Pempek, Yermolayeva, & Calvert, 2009). Ενδεχομένως για αυτό τον λόγο, οι συνδρομητές των ΣΚΔ ως ενεργοί κατασκευαστές της εικόνας τους, φαίνεται πως μπορεί να αφιερώνουν χρόνο και αλλεπάλληλες προσπάθειες πριν εκθέσουν το πρόσωπο ή το σώμα του στους «φίλους» ή «ακόλουθούς» τους (Baker et al., 2019. Chae, 2017). Η δραστηριότητα αυτή, φαίνεται να ενισχύει τις τάσεις σύγκρισης της εμφάνισης με τα προφίλ άλλων (Chae, 2017) αλλά παράλληλα και ειδικά για τις γυναίκες, να ενισχύει την υιοθέτηση της αντίληψης του σώματος ως αντικείμενο (Bell et al., 2018).

3. Επιπλέον, ο/η χρήστης των ΣΚΔ, δεν εκτίθεται απλά σε σχετικές με την εμφάνιση φωτογραφίες, ή εκθέτει τη δική του, αλλά γίνεται και αποδέκτης ανατροφοδότησης για την δική του εικόνα , σχολιάζει φωτογραφίες άλλων, ή γίνεται μάρτυρας σχολίων για την εικόνα κάποιου άλλου (Butkowski, Dixon, & Weeks, 2019. Cohen, Newton-John, & Slater, 2017. Mascheroni et al., 2015. Meier & Gray, 2014. Tiggemann & Barbato, 2018). Διαθέτει προς ανάρτηση φωτογραφίες που επιλέγει ο ίδιος (π.χ. post) ή που έχει επιλέξει κάποιος/α/ο άλλος για αυτόν (π.χ. Tag) (Baker et al., 2019. Mills, Musto, Williams, & Tiggemann, 2018) και κατανοεί ότι η εικόνα του, όπως και των άλλων, μπορεί να εκτεθεί σε μεγαλύτερο κοινό από ό,τι οι υπάρχουσες επαφές του (π.χ. sharing, hashtags) (π.χ. Chae, 2017. Jin, Ryu, & Muqaddan, 2018). Αυτά τα χαρακτηριστικά/λειτουργίες, φαίνεται πως ενισχύουν την έγνοια σχετικά με την εμφάνιση (Cohen et al., 2017. Kim & Chock, 2015. Kleemans, Daalmans, Carbaat, & Anschütz, 2018. Meier & Gray, 2014) και μπορούν να υποβαθμίσουν την Εικόνα Σώματος και να αυξήσουν τη δυσαρέσκεια από την εμφάνιση (π.χ. Brown & Tiggemann, 2016. Butkowski et al., 2019).

Οι Tiggemann και Barbato (2018), απέδειξαν πειραματικά ότι η έκθεση σε σχετικά με την εμφάνιση σχόλια, κάτω από φωτογραφίες ελκυστικών ατόμων, ήταν σε θέση να αυξήσει τη δυσαρέσκεια από το σώμα για τις γυναίκες (18-30 χρ., ομάδα ελέγχου, ίδιες φωτογραφίες χωρίς σχολιασμό εμφάνισης). Επίσης η προσανατολισμένη προς την εμφάνιση χρήση των ΣΚΔ (ανάρτηση, σχόλια), έχει βρεθεί για τις νεαρές ενήλικες γυναίκες (18-29χρ.) να σχετίζεται με μεγαλύτερη εσωτερίκευση του αδύνατου ιδανικού και την αυτό-επιτήρηση του σώματος, ενώ επιπλέον η έκθεση σε προσανατολισμένα στην εμφάνιση προφίλ (αντί για ουδέτερα) και με την παρόρμηση για αδυνάτισμα5 (Cohen et al., 2017).

Επιπλέον, η αυτό-παρουσίαση μέσω των ΣΚΔ, φαίνεται πως επηρεάζεται από το φύλο του συνδρομητή, καθώς κάθε χρήστης φαίνεται να κατασκευάζει την εικόνα του με βάση την αυτό-αντίληψη του σχετικά με τις κοινωνικές προσδοκίες εμφάνισης (Mascheroni et al., 2015). Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε τάσεις σύγκρισης της εμφάνισης (Hendrickse, Arpan, Clayton, & Ridgway, 2017), τάσεις αντικειμενοποίησης του εαυτού και σε μία πίεση προβολής τελειότητας, εύρημα που φαίνεται πιο ισχυρό για τα έφηβα κορίτσια αλλά προκύπτει και για τα έφηβα αγόρια (Mascheroni et al., 2015). Η αυτό-έκθεση της εικόνας του εαυτού στις ΣΚΔ, έχει προκύψει πειραματικά πως δύναται να αυξήσει το άγχος και να μειώσει την αυτοπεποίθηση καθώς και την αυτοαντίληψη της ελκυστικότητας (Mills et al., 2018).

Οι χρήστες των ΣΚΔ λαμβάνουν ανατροφοδότηση για την φυσική εξωτερική τους εμφάνιση. Η ανατροφοδότηση που λαμβάνουν οι συνδρομητές για την γενικότερη εμφάνισή τους μέσω του σχολιασμού της εικόνας τους από τρίτους, επίσης δύναται να λειτουργήσει σαν ένα είδος αυτό-ελέγχου ή αυτό-επιτήρησης της εμφάνισης (Butkowski et al., 2019). Αντίστοιχα, η αυτό-ανάρτηση ατομικών φωτογραφιών, φαίνεται πως οδηγεί σε μεγαλύτερες διαδικασίες αυτό-επιτήρησης της εμφάνισης (Butkowski et al., 2019), και η αυτό-επιτήρηση του σώματος και γενικότερα της φυσικής εμφάνισης, έχει συνδεθεί πολλάκις με δυσλειτουργικές συμπεριφορές ελέγχου του βάρους, συναισθηματική δυσφορία, μεγαλύτερη δυσαρέσκεια με το σώμα αλλά και χαμηλή αυτοεκτίμηση (δες Walker & Murray, 2012), ενώ οι μεγαλύτερες τάσεις αυτό-επιτήρησης της εμφάνισης οδηγούν σταδιακά σε μεγαλύτερη δυσαρέσκεια με το σώμα και αρνητικό συναίσθημα (Stefano, Hudson, Whisenhunt, Buchanan, & Latner, 2016). Ενδεικτικό είναι το εύρημα της Mills και συνεργατών (2018), όπου βρήκαν πως η αυτό-έκθεση της εικόνας, δύναται να οδηγήσει σε μείωση της αυτό-αντίληψης της ελκυστικότητας, ακόμη και αν ο/η χρήστης έχει επεξεργαστεί την “Selfie” του πριν την αναρτήσει, προκειμένου να την ωραιοποιήσει (ενήλικες γυναίκες, Μ.Ο.: 21,04, Τ.Α..: 3,55).

4. Οι ΣΚΔ επιτρέπουν την χρήση φίλτρων. Παρότι ο/η συνδρομητής των ΣΚΔ είναι ενήμερος για τις δυνατότητες χρήσης φίλτρων και επεξεργασίας που παρέχονται μέσω των εφαρμογών αυτών (π.χ. δες Holland & Tigemman, 2016. Kleemans et al, 2018), φαίνεται πως η ψηφιακή επεξεργασία των φωτογραφιών που εκτίθενται στις ΣΚΔ, δεν αναγνωρίζεται απαραίτητα, εκθέτοντας τους συνδρομητές σε εξιδανικευμένα πρότυπα τα οποία αξιολογούν ως ρεαλιστικά (Kleemans et al., 2018). Αυτό φαίνεται να διαφοροποιεί την επίδραση των ΣΚΔ από τα παραδοσιακά ΜΠΕ, όπου οι γυναίκες φαίνεται να έχουν επίγνωση των μη ρεαλιστικών προτύπων που προάγονται από τα παραδοσιακά μέσα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν «βιώνουν μία σύγκρουση ως προς την επιθυμία τους να ομοιάζουν με αυτά» (δες σχετικά Grogan, 2008, σελ.127).

5. Στις ΣΚΔ δεν προβάλλονται απαραίτητα μοντέλα ή ηθοποιοί αλλά ο/η «μέσος» άνθρωπος. Παρότι λοιπόν οι προβαλλόμενες διασημότητες μπορεί να γίνονται αντιληπτές κριτικά, επειδή οι συνδρομητές μπορεί να νιώσουν πιο ανάλογοι/σχετικοί (π.χ. βιολογικά, κοινωνικά) με τον/την «μέσο» άνθρωπο, οδηγούνται πιο έντονα σε διαδικασία σύγκρισης της εξωτερικής τους εμφάνισης (Fardouly & Vartarian, 2014. Fardouly, Pinkus, & Vartarian, 2017) με μεγαλύτερη αρνητική επίδραση στην Εικόνα Σώματος (Carey, Donaghue, & Broderick, 2014). Η τάση σύγκρισης της εμφάνισης με τους άλλους φαίνεται πως είναι μία διαδικασία, την οποία το άτομο είναι δεν αντιλαμβάνεται απαραίτητα (Haferkamp & Krämer, 2011). Μετά την έκθεση σε ελκυστικές εικόνες συνδρομητών ΜΚΔ, η διαδικασία σύγκρισης βάσει εμφάνισης έχει βρεθεί να διαμεσολαβεί στην επαγωγή αρνητικής Εικόνας Σώματος (Haferkamp & Krämer, 2011), δυσαρέσκειας με το σώμα (Brown & Tiggemann, 2016), παρόρμησης για αδυνάτισμα (Hendrickse et al., 2017), έγνοια για το σώμα (Fardouly & Vartarian, 2014. Fardoyly et al, 2018), δυσαρέσκεια με την εμφάνιση του δέρματος, μαλλιών και προσώπου (Fardouly et al, 2015), μικρότερη ικανοποίηση από την εμφάνιση γενικά (Fardouly Pinkus, & Vartarian, 2017), και αύξηση της αρνητικής διάθεσης (Brown & Tiggemann, 2016).

Οι Casale, Gemeli, Calosi, Giangrosso, και Fioravanti, (2019) έδειξαν πειραματικά ότι η έκθεση επί μία βδομάδα σε προσανατολισμένα προς την εμφάνιση πραγματικά προφίλ ελκυστικών ομόφυλων και ομήλικων, είχε επίδραση στην ικανοποίηση από το σώμα των συμμετεχόντων. Οι συμμετέχοντες επιλέχθηκαν γιατί δεν είχαν προ της πειραματικής συνθήκης προφίλ στο Instagram6. Στις γυναίκες ( Μ.Ο. 23.22, Τ.Α. 1.73) της πειραματικής συνθήκης, η δυσαρέσκεια από το σώμα και η επένδυση στην εμφάνιση ως κριτήριο αυτό-αξιολόγησης, αυξήθηκαν στατιστικώς σημαντικά μετά από μία εβδομάδα. Αντιθέτως, στους άντρες (Μ.Ο. 23.29, Τ.Α. 1.77) οι ανοδικές τάσεις που σημειώθηκαν στις μετρήσεις της δυσαρέσκειας από την μυϊκή μάζα και της επένδυσης στην εμφάνιση, δεν έφτασαν σε στατιστικώς σημαντική διαφορά από την ομάδα ελέγχου (όχι συνδρομή Instagram)7. Αντιθέτως, η de Vries και συν. (2014), βρήκαν πως η χρήση ΣΚΔ μεταξύ των εφήβων (11-18χρ.) αυξάνει την επένδυση στην εμφάνιση διαφυλικά και η χρήση ΣΚΔ ήταν στατιστικώς σε θέση να προβλέψει την επιθυμία για πλαστική χειρουργική, διαμέσου της επένδυσης στην εμφάνιση. Σε συμφωνία με την de Vries και συν. (2014), οι ερευνήτριες Haferkamp και Krämer (2011) βρήκαν πειραματικά, πως η έκθεση σε προφίλ ελκυστικών ατόμων ήταν σε θέση να μειώσει το θετικό συναίσθημα των συμμετεχόντων και την ικανοποίηση από το σώμα διαφυλικά, σε σχέση με αυτούς που εκτέθηκαν σε προφίλ λιγότερο ελκυστικών ατόμων (Μ.Ο. 22,53, Τ.Α. 2,75). Το επίσης ενδιαφέρον στην έρευνα αυτή, είναι ότι στην ποιοτική έρευνα που προηγήθηκε της ποσοτικής, καμία από τις έξι συμμετέχουσες δεν παραδέχθηκε ότι μπαίνει σε διαδικασίες σύγκρισης όταν κοιτάει το προφίλ άλλων γυναικών, ενώ από τους άντρες, μόνο δύο από τους έξι, δήλωσαν πως μπαίνουν σε διαδικασία σύγκρισης, αλλά όσον αφορά την επαγγελματική πορεία των ατόμων και όχι την εμφάνισή τους (Μ.Ο. 23, Τ.Α. 1,01) (Haferkamp & Krämer, 2011).

Οι λόγοι μη παραδοχής της τάσης σύγκρισης με τους άλλους μπορεί να ποικίλουν, αλλά μελετητές του χώρου έχουν υποδείξει ότι «οι άνθρωποι συχνά αγνοούν το βαθμό στον οποίο οι περιβαλλοντικές συνθήκες επηρεάζουν τη συμπεριφορά τους και όταν ενημερώνονται για αυτό, αρνούνται τον ρόλο των καταστάσεων αυτών στην αλλαγή της συμπεριφοράς τους» (Martz et al., 2012. σελ.126).

Παρόλα αυτά, φαίνεται πως οι γυναίκες συνδρομητές των ΣΚΔ μπαίνουν συχνότερα στη διαδικασία να συγκρίνονται με τις ομήλικες επαφές τους από ό,τι οι άντρες (18-25χρ.) (Kim & Chok, 2015) και περισσότερο με προφίλ φίλων και γνωστών παρά με προφίλ διάσημων ή συγγενών (Fardouly & Vartarian, 2014). Η σύγκριση της εμφάνσης με τις ομόφυλες επαφές, φαίνεται να διαμεσολαβεί στην επίδραση των ΣΚΔ στην έγνοια για την Εικόνα Σώματος, περισσότερο από ό,τι η σύγκριση με διάσημους συνδρομητές (Fardouly & Vartarian, 2014). Επιπλέον, για τις γυναίκες, η σύγκριση της εμφάνισης που εγείρεται από τις ΣΚΔ, σχετίζεται με μικρότερη ικανοποίηση από την εμφάνιση, από ό,τι η σύγκριση που γίνεται δια ζώσης και μεγαλύτερη αρνητική διάθεση από ό,τι η σύγκριση με ομόφυλες σε περιοδικά ή δια ζώσης (Fardouly et al., 2017).

6. Η προσβασιμότητα στις ΣΚΔ δύναται να είναι άμεση και συχνή -ειδικά μέσω των τεχνολογικών δυνατοτήτων που παρέχουν τα νέα «έξυπνα» τηλέφωνα. Η συχνότερη και μεγαλύτερη έκθεση σε εικόνες ελκυστικών άλλων, φαίνεται πως συμμετέχει στις αρνητικές επιδράσεις των ΣΚΔ στην Εικόνα Σώματος διαφυλικά (Griffiths et al., 2018-a. Marengo et al., 2018. Sidani, Shensa, Hoffman, Hanmer, & Primack, 2016). Παράλληλα ωστόσο, πειραματικοί χειρισμοί που πραγματοποιήθηκαν σε αποκλειστικά γυναικείο ενήλικο δείγμα (18-28χρ. συνολικά), βρήκαν πως ακόμη και μία δεκάλεπτη έκθεση (Fardouly et al., 2015) ή πεντάλεπτη έκθεση και φωτογραφική διάδραση με προφίλ ελκυστικών ατόμων (Hogue & Mills, 2019) ή απλή περιήγηση (browsing) μέσω του προφίλ τους (Fardouly et al., 2015), ήταν σε θέση να επιβαρύνει την αυτό-αντίληψη της ελκυστικότητας, αυξάνοντας την αρνητική Εικόνα Σώματος (Hogue & Mills, 2019) και την αρνητική διάθεση, καθώς και την επιθυμία για διαφορετικά μαλλιά δέρμα, ή χαρακτηριστικά προσώπου (Fardouly et al., 2015).

7. Μέσω των ΣΚΔ, προωθούνται πρότυπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που δεν προάγουν την ποικιλομορφία. Στα παραδοσιακά ΜΠΕ το συνηθέστερο ήταν η έμφαση στον σωματότυπο του πραβαλλομενου ατόμου, αλλά στα ΜΚΔ, ενισχύεται η έμφαση και σε χαρακτηριστικά του προσώπου, δίνοντας το έναυσμα για συγκρίσεις ως προς το δέρμα, τα μαλλιά και τα χαρακτηριστικά του προσώπου (Fardouly et al., 2015. Tiggemann, Hayden, Brown, & Veldhuis, 2018). Γεγονός που φαίνεται να επιδρά επίσης αρνητικά στη διάθεση των συνδρομητών και στην ικανοποίηση τους από την εμφάνισή τους (Fardouly et al., 2015. Haferkamp & Krämer, 2011. Kleemans et al., 2018. Mills et al., 2018. Sherlok & Wagstaff, 2019). Επίσης, μέσω των ΣΚΔ ο/η χρήστης έρχεται σε επαφή με εικόνες που δίνετε έμφαση στο σώμα, οι οποίες παρότι υποτίθεται ότι απεικονίζουν τον/την μέσο/η συνδρομητή. Ωστόσο, φαίνεται πως προάγουν κάποια εξιδανικευμένα πρότυπα σωματικής διάπλασης (π.χ. Tigemann & Zaccardo, 2018). Τα πρότυπα αυτά, ανεξαρτήτως του τύπου σώματος που προάγουν, αδύνατο, γυμνασμένο ή με καμπύλες, θεωρούνται στερεοτυπικά καθώς απεικονίζουν πλειοψηφικά σωματότυπους με συγκεκριμένες διαστάσεις και χαρακτηριστικά, τα οποία δεν αναδεικνυουν την ποικιλομορφία, αλλά αντ’ αυτού καθιστούν τα πρότυπα αυτά, μονοδιάστατα και εξιδανικευμένα (Betz et al., 2019. Tiggemann & Zaccardo, 2018).

Η Betz και συν. (2019), με πειραματικούς χειρισμούς, απέδειξαν πως για τον γυναικείο πληθυσμό (18-77χρ., Μ.Ο. 34,7 Τ.Α. 12,16) η έκθεση σε οποιοδήποτε από τα πρότυπα αυτά (αδύνατο, γυμνασμένο ή με καμπύλες) αύξησε ανεξαρτήτως τις τάσεις σύγκρισης, η οποία τάση σύγκρισης, διαμεσολάβησε στην αύξηση της δυσαρέσκειας από το σώμα για τις συμμετέχουσες. Αντίστοιχα, πειραματικοί χειρισμοί σε γυναικείο δείγμα (18-48χρ.) έδειξαν ότι η συχνή έκθεση σε προφίλ που απεικονίζουν αυτά τα εξιδανικευμένα σωματικά πρότυπα, αυξάνει την έγνοια για το σώμα (Fardouly et al., 2018), την δυσαρέσκεια με το σώμα (Robinson et al., 2017. Tiggemann & Zaccardo, 2015. Tiggemann et al., 2018) και τα χαρακτηριστικά του προσώπου (Tiggemann et al., 2018), την αρνητική διάθεση (Tiggemann & Zaccardo, 2015) καθώς και την μείωση της σχετικής με την εμφάνιση αυτό-πεποίθησης (Tiggemann & Zaccardo, 2015). Σε προέκταση αυτών των ευρημάτων, ο Griffiths και συν. (2018-a) βρήκαν πως για τον πληθυσμό που έχει διαγνωστεί με διατροφικές διαταραχές (18-51χρ.) η συχνότερη χρήση ΣΚΔ με έμφαση στην εικόνα, εκθέτει τους χρήστες σε περισσότερες εικόνες προτύπου (#thinspiration, #fitspiration), και η έκθεση στο πρότυπο, επιβάρυνε τα συμπτώματα διατροφικών διαταραχών του πληθυσμού αυτού, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και διάρκειας διάγνωσης. Επιπλέον, οι Holland και Tiggemann (2017) βρήκαν πως οι γυναίκες που αναρτούν (post) φωτογραφίες σχετικές με την επίδειξη του σώματός τους, βάσει γυμνασμένου προτύπου (#fitspiration), είχαν μεγαλύτερη βαθμολογία στις κλίμακες μέτρησης της παρόρμησης για αδυνάτισμα, της βουλιμίας και της ψυχαναγκαστικής εκγύμνασης, σε αντίθεση με τις γυναίκες που αναρτούσαν ταξιδιωτικές φωτογραφίες.

Υπό αυτή την οπτική, όπως και για τα παραδοσιακά ΜΠΕ έτσι και για τις ΣΚΔ, φαίνεται πως δεν έχει σημασία το πρότυπο που προωθείται, αλλά το ότι προωθούνται πρότυπα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που δεν προάγουν την ποικιλομορφία (Tiggemann & Zaccardo, 2018), με αποτέλεσμα να οδηγούν το κοινό σε εσωτερίκευση εξειδανικευμένων προτύπων ομορφιάς, που απομακρύνουν περαιτέρω την αυτό-αντίληψη της ελκυστικότητάς τους από το «ιδανικό», με τις αρνητικές συνέπειες στην Εικόνα Σώματος που αναφέρθηκαν προηγουμένως.

Όπως φαίνεται λοιπόν, οι ΣΚΔ και ειδικά αυτές που επιτρέπουν ή/και προάγουν την χρήση φωτογραφιών, έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία τις διαφοροποιούν ποιοτικά από τα παραδοσιακά ΜΠΕ (π.χ. δες Fuchs, 2017). Συνοψίζοντας:

οι πλατφόρμες αυτές είναι διαδραστικές και άμεσα διαθέσιμες. Η χρήση των ΣΚΔ, ενέχει την έκθεση της εμφάνισης του/της χρήστη, την έκθεση σε εικόνες άλλων καθώς και την έκθεση στα εκάστοτε σχόλια περί εμφάνισης (π.χ. Kim & Chok, 2015). Ο/η συνδρομητής δεν είναι απλώς παθητικός/ή δέκτης εικόνων, αλλά και ενεργός/ή κατασκευαστής της δικής του/της εικόνας (π.χ. Baker et al., 2019). Δύναται να δέχεται και να παρέχει άμεσα ανατροφοδότηση για τη δική του/της εικόνα καθώς και των άλλων (π.χ. Hendrickse et al, 2017. Hogue & Mills, 2019). Ο/η συνδρομητής των ΣΚΔ έχει δυνατότητα άμεσης και συχνής πρόσβασης σε χιλιάδες εικόνες, οι οποίες δεν απεικονίζουν απαραίτητα κάποιο μοντέλο ή ηθοποιό, αλλά τον/την «μέσο» άνθρωπο, που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων τους/τις ομήλικους/ες και ομόφυλους/ες φίλους/ες και γνωστούς/ές του/της, με τους/τις οποίους/ες, ο/η συνδρομητής ενδέχεται να ταυτίζεται ευκολότερα και τοιουτρόπως να μπαίνει πιο εύκολα σε διαδικασία σύγκρισης με αυτούς/ες/ά, ή/και σε διαδικασίες αυτό-επιτήρησης του σώματός του/της πιο έντονα (π.χ. Butkowski et al., 2019. Fardouly et al., 2018. 2017).

Τέλος, μέσω των ΣΚΔ επίσης ενισχύεται η έντονη έκθεση συγκεκριμένου τύπου εικόνων (π.χ. αυτό-πορτραίτα, τμήματα σώματος) που τονίζουν χαρακτηριστικά της εμφάνισης με τρόπο που μπορεί να οδηγήσει στην υιοθέτηση μίας στάσης αντικειμενοποίησης του σώματος και την εσωτερίκευση εξιδανικευμένων προτύπων (π.χ. Bell et al., 2018. Holland & Tiggemann, 2017). Παράλληλα, οι εικόνες αυτές δύναται να επεξεργάζονται ψηφιακά ή/και μέσω των εργαλείων που παρέχουν οι ίδιες οι πλατφόρμες (π.χ. φίλτρα) και πολλές φορές απεικονίζουν ένα στερεοτυπικό και εξιδανικευμένο πρότυπο εμφάνισης (π.χ. Kleemans et al., 2018. Tiggemann & Zaccardo, 2018). Η νέα συνθήκη σχετικά με την εμφάνιση που έχουν εισαγάγει οι ΣΚΔ, όπως η δυνατότητα επεξεργασίας των εικόνων, είναι σχετικά πρόσφατη και το κοινό δεν φαίνεται να έχει αναπτύξει ακόμη κριτική στάση απέναντι στις εικόνες αυτές (π.χ Haferkamp & Krämer, , 2011. Kleemans et al., 2018), όπως έχει απέναντι στα παραδοσιακά ΜΠΕ (π.χ. δες Grogan, 2008).

Αυτά τα χαρακτηριστικά των ΣΚΔ οφείλουν να λαμβάνονται υπόψη κατά τη μελέτη της επίδρασής τους στην Εικόνα Σώματος (Perloff, 2014), αλλά παράλληλα είναι σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη και τα ατομικά χαρακτηριστικά του/της συνδρομητή, καθώς αυτά φαίνεται πως διαφοροποιούν την επίδραση των ΣΚΔ στην Εικόνα Σώματος (Yang, 2016. Jin et al., 2018). Φαίνεται πως η επίδραση των ΣΚΔ δεν είναι αντίστοιχη για όλους/ες/α, καθώς η πλειοψηφία των έρευνών που παρουσιάστηκαν και στο δεύτερο μέρος, υποδεικνύει πώς οι ατομικές διαφορές είναι αυτές που διαμεσολαβούν και διαφοροποιούν την επίδραση των ΣΚΔ στην Εικόνα Σώματος. Κάποια από αυτά τα ατομικά χαρακτηριστικά δύναται να λειτουργούν προστατευτικά απέναντι στην επίδραση των ΣΚΔ στην Εικόνα Σώματος, ενώ κάποια επιβαρυντικά.

Το σημαντικό είναι να κατανοήσει ο/η χρήστης των ΣΚΔ ότι το πώς θα επιλέξει να διαχειρίζεται τις ΣΚΔ από άποψη διάρκειας, συχνότητας και προφίλ που ακολουθεί, αφενός θα τον/την επηρεάζει -είτε το αντιλαμβάνεται συνειδητά είτε όχι. Αφετέρου και σημαντικότερο, είναι να κατανοήσει κάθε συνδρομητής των ΣΚΔ, ότι έχει την επιλογή και την ευθύνη απέναντι στον εαυτό του/της και την ψυχική του/της ευεξία, να διαχειρίζεται την διάδραση που θα έχει με τις ΣΚΔ με ένα λειτουργικό για αυτόν/ή τρόπο.

*Τα αποσπάσματα από την άνωθεν ερευνητική ανασκόπηση προέρχονται από επισήμως δημοσιευμένη εργασία. Αν χρησιμοποιήσετε μέρος της χωρίς την αντίστοιχη βιβλιογραφική αναφορά, τίθεται ζήτημα λογοκλοπής.

Αν επιθυμείτε να κάνετε βιβλιογραφική αναφορά ή να μάθετε περισσότερα για την βιβλιογραφία που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, επισκεφτείτε το https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/object/2904233?fbclid=IwAR1vGlfx6KazBkIUp8dooLRZjjDnhOp0r7j3eCT9OLv9PIJGk7K7nDnuK2c#contents

1Δεδομένου ότι το ερευνητικό ερώτημα σχετίζεται με την Εικόνα Σώματος και η έκθεση σε σχετικές εικόνες εμφάνισης και τις συναφής λειτουργίες (π.χ. ανατροφοδότηση, σχολιασμός, μοίρασμα, μαρκάρισμα) είναι που επάγουν την όποια επίδραση (π.χ. Kim & Chock, 2015), εφεξής όταν θα γίνεται αναφορά στις ΣΚΔ, για την αποφυγή της επανάληψης, θα εννοούνται οι ΣΚΔ που επιτρέπουν την χρήση εικόνων όπως το Facebook ή που αφορούν αποκλειστικά τη χρήση εικόνων και σχετικών με αυτές διαδικασίες όπως το Instagram και το Tik Tok.

2Η δυτική κουλτούρα για λόγους που σχετίζονται με τον καταναλωτισμό, είθισται να αντιμετωπίζει το σώμα ή/και τμήματα αυτού του ως «αντικείμενο» το οποίο σημαίνει ότι η αξία του σώματος περιορίζεται στην αισθητική του αξία ή την σεξουαλική του χρησιμότητα. Οι απεικονίσεις του σώματος ως αντικείμενο σχετίζονταν παραδοσιακά, κατά κύριο λόγο με το γυναικείο σώμα, π.χ. δες Bell, Cassarly, και Dunbar, (2018). Παρόλα αυτά, πλέον οι τάσεις αντικειμενοποίησης του σώματος εξαιτίας της επίδρασης της κυρίαρχης κουλτούρας φαίνεται πώς επηρεάζει και τους άντρες π.χ. δες Vandenbosch & Eggermont, 2014.

3Οι σχετικές με την εμφάνιση εικόνες που είθισται να προάγονται μέσω των ΣΚΔ σχετίζονται με αυτό-πορτραίτα -λεγόμενες selfies– του προσώπου, του σώματος ή μέρος αυτού, του χρήστη ατομικά ή με παρέα ή και με φωτογραφίες που έχει τραβήξει κάποιος/α/ο άλλος, πάλι προσώπου, σώματος ή μέρος αυτού, π.χ. δες Jin, Ryu, και Muqadan, (2018). Για τις εικόνες αυτές, μέσω των λειτουργικών δυνατοτήτων των εφαρμογών αυτών, παρέχεται η δυνατότητα να υπόκεινται σε επεξεργασία μέσω φίλτρων που τις τροποποιούν ως προς τα χρώματα, σκιές κ.τ.λ. προκειμένου να τις καταστήσουν πιο ελκυστικές π.χ. δες Kleemans,Daalmans, Carbaat, και Anschütz, (2018).

4Μέσω χρήσης αλγορίθμων χρησιμοποιούν δεδομένα από τις αναζητήσεις του χρήστη προκειμένου να του προβάλλουν εξατομικευμένο υλικό. Μέλημα της λειτουργίας αυτής είναι η πρόβλεψη των αγοραστικών κυρίως συμπεριφορών του χρήστη (π.χ. δες Skornik, 2016) αλλά ενδέχεται τοιουτρόπως να κατασκευάζονται γενικότερα επιθυμίες και συμπεριφορές.

5Η παρόρμηση για αδυνάτισμα είναι μετάφραση αυτού που στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία συναντάται ως «drive for thinness», η οποία αποτελεί υποκλίμακα της μέτρησης των διατροφικών διαταραχών και είναι η πρωταρχική συμπεριφορική ένδειξη που συναντάται μεταξύ των ατόμων με νευρική ανορεξία (Tiggemann & Slater, 2013)

6Το Instagram συγκαταλέγεται στις ΣΚΔ υψηλά οπτικών κοινωνικών μέσων, καθώς σχετίζεται με την ανάρτηση φωτογραφιών και οποιαδήποτε δραστηριότητα σχετικά με αυτές όπως ανατροφοδότηση (π.χ. like), σχολιασμό, μοίρασμα, μαρκάρισμα (tag). Π.χ. δες Marengo και συν. (2018)

7Οι συμμετέχοντες έπρεπε να κάνουν κάθε απόγευμα «like» σε αναρτημένες φωτογραφίες ελκυστικών προφίλ που είχαν επιλέξει οι ερευνητές. Δεδομένου ότι δεν μετρήθηκε ο χρόνος παραμονής των συμμετεχόντων στα προφίλ των ελκυστικών ατόμων και δεν ελέγχθηκε το επίπεδο προσοχής των συμμετεχόντων στις εικόνες αυτές, που φαίνεται να διαδραματίζει ρόλο στην επίδραση των σχετικών με εμφάνιση εικόνων, στην Εικόνα Σώματος (π.χ. δες Brown & Dittmar, 2005), είναι αμφίβολο κατά πόσο τα ευρήματα αυτά δεν οφείλονται σε κάποια διαφυλική διαφορά ως προς το επίπεδο της προσοχής ή σε διαφυλικές διαφορές ως προς την Εικόνα Σώματος, καθώς μεταξύ των άλλων οι γυναίκες της πειραματικής ομάδας είχαν προ της πειραματικής συνθήκης, μεγαλύτερη βαθμολογία στην επένδυση στην εμφάνιση ως κριτήριο κινητοποίησης από ό,τι οι άντρες και οι συμμετέχοντες στην ομάδα ελέγχου.